ναυπηγούμαι

ναυπηγούμαι
ναυπηγούμαι, ναυπηγήθηκα, ναυπηγημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενναυπηγούμαι — ἐνναυπηγοῡμαι, έομαι (Α) ναυπηγούμαι, κατασκευάζομαι σε έναν τόπο («τὰς τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ... ἐνναυπηγηθῆναι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγώ — (Α ναυπηγῶ, έω) [ναυπηγός] κατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», Θουκ.) αρχ. (το μέσ.) ναυπηγοῡμαι, έομαι (μτφ) επινοώ, μηχανώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”